Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Προς Λιμένα Ντουλούθ

Προς Λιμένα Ντουλούθ









Απο πολύ μικρό παιδί αγάπησα τη θάλασσα. Με μάγευε πιο πολύ απ' τη στεριά, γιατί ήταν ζωντανή.
Μ' άρεσε το χρώμα της, η πνοή της, η κίνηση της, η δροσερή αγκαλία της το καλοκαίρι. Ατέλειωτες ώρες κολυμπούσα με μεγάλες απλωτές, την χαιρόμουνα κάθε στιγμή στην ανεμελιά μου. Μικρός την αγάπησα, μεγάλος θέλησα να την ταξιδέψω. Ετσι λοιπόν κανόνισα στα 21 μου και μπαρκάρησα στο φορτηγό Άλμας σαν δόκιμος πλοίαρχος. Θυμάμαι τότε το φορτηγάκι του πράκτορα, που σταμάτησε απότομα,μπροστά στο Άλμας, καθώς σεργιανίζαμε στους ντόκους της αλεξάνδρειας. Οκέι κάπ, γιόρ σίπ, μίλησε στεγνά ο οδηγός. Θένκς φορ έβριθινκ, απάντησα κι εγώ κουμπωμένα.Άρπαξα τη βαλίτσα μου πετάχτηκα έξω. Στάθηκα και καμάρωνα, το μεγαλόπρεπο Άλμας, που φάνταζε πιο όμορφο, απ' όλα τα άλλα καράβια. Τη στιγμή που πάτησα στη σκάλα του καραβιού, νόμισα ότι ξέχασα τη μητέρα γη για πάντα, η πλανεύτρα θάλασσα με είχε ξεγελάσει.Έπνιξα μέσα μου τη σκέψη,ότι ίσως τώρα ήμουν ξεχωριστός άνθρωπος απ'τους άλλους <<θαλασσόλυκος>> καθώς με καλοδεχότανε ο υπεύθυνος της σκάλας.Γειά σου είμαι ο καινούργιος που περιμένατε,είπα θαρετά.Καλώς ήρθες παλληκάρι έρχεται ο καμαμαρώτος να σε πάρει.Ευχαριστώ πολύ.Μέχρι το βράδυ είχα γνωριστεί μ' όλη την καινούργια μου οικογένεια,γιατί έτσι το αισθάνθηκα, αφού όλοι μου μίλησαν ζεστά σα να γνωριζόμασταν χρόνια.Μόνο ο καπετάνιος ήταν βλοσυρός και απότομος.Φέρε μου επάνω την αλληλογραφία μου είπε όταν με είδε, καθώς περιεργαζόμουνα το πλοίο,σε μια στιγμή.Αμέσως καπετάνιε,απάντησα υπάκουα.Με περίμενε απάνω στο γραφείο του.Του έδωσα το φάκελο. Κοίταξε να δεις παιδί μου, μου μίλησε αδρά. Τα βαπόρια είναι πολύ δύσκολα, γι' αυτό φρόντισε να μάθεις γρήγορα, και να γίνεις σωστός ναύτης για το καλό σου. Πήγαινε και καλό κουράγιο. Ευχαριστώ είπα και έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Σε τέσερις μέρες μέσα έφερνα όλο το καράβι βόλτα με κλειστά μάτια. Τόση θέληση είχα. Αλλά βιαζόμουνα ανυπόμονα, κάθε στιγμή απο μέσα μου να ξανοιχτούμε στο καθάριο πέλαγος, (να ξανοιχτούμε).Έγινε και αυτό, ήρθε η διαταγή να ξεκινήσουμε.Ανέβηκε στο καράβι ο πιλότος. Κάπτεν έβριθινκ οκέι. Όκει, επανέλαβε. Λύσαμε κάβους μας τράβηξε έξω το ρυμουλκό απ' το λιμάνι. Ξεπροβοδήσαμε τον πιλότο. Χτύπησε ο τηλέγραφος <<πρόσω ολοταχώς>>.Η προπέλα βίτσισε άγρια τα νερά, η πλώρη έσκιζε τώρα το μικρό κύμα, γρήγορα μας χτύπησε επιτέλους ο φρέσκος αέρας στα μούτρα. Νετάρισε ο καπετάνιος, έδωσε στον μαρκώνη το τηλεγράφημα, για το γραφείο του πειραιώς. <<Ξεκινάμε στις 16:15 από λιμάνι Αλεξάνδρειας δώστε μας καινούργιο λιμάνι >>. Η απάντηση ήρθε σύντομα.<< Πλήρες φορτίο στάρι από Ντουλούθ, λίμνες Καναδά>>. Το 'χε συνήθειο ο καπτά Βαγγέλης κάθε φορά που ξεκινούσε καινούργιο ταξίδι, να κάνει γιορτή για το κόσμο. Έτσι και τώρα διέταξε τον καμαρώτο.<<Στις 9 το βράδυ να ΄ναι όλα έτοιμα, και απαξάπαντες παρόντες>>.Κατεβήκαμε στην τραπεζαρία, μας υποδεχόταν όλους με ζεστό χαμόγελο, καθισμένος σε μία άκρη μαζί με το πρώτο μηχανικο.Φτιάχτηκε έτσι μια ατμόσφαιρα χαρούμενη, προτού καν αρχίσει το γλέντι.Όταν κάτσαμε όλοι μ΄ένα βουβό νόημα του αρχίσαμε το φαγοπότι.Μιλάγαμε, πίναμε,ακούγαμε μουσική΄,καπνίζαμε,αισθανόμαστε αυτο που κάναμε.Ο ανθυποπλοίαρχος που άλαζε τους δίσκους στο πικ-άπ, έβαλε επίτηδες ένα βαρύ σκοπό.Σηκώθηκε ο καπετάνιος τον χόρεψε όμορφα τα παλαμάκια μας, τα σφυρίγματα, θα τα άκουγε ακόμα και ένας κουφός.Αυτός ο άνθρωπος μας ενέπνεε την εμποστοσύνη και την σιγουριά,ήταν γεννημένος για αυτή τη δουλειά.΄΄Χορέψτε ρε΄΄,είπε και κάθησε κάτω.'Εγινε πανζουρλισμός καταπόδι, τύφλα να χαν τα καλύτερα νάιτ κλάμπ του κόσμου.Όταν αποκάμαμε πια,έκανε νόημα, να πάψει η μουσική.Παιδιά είπε θέλω να σας ενημερώσω.Ξεκινάμε δύσκολο ταξίδι,χειμώνα καιρο,σ' αυτά τα βόρεια πλάτη του ατλαντικού.Πιστεύω να τα καταφέρουμε.Είμαστε κοντά σου, απαντήσαμε όλοι με μία φωνή.Καληνύχτα σας και τράβηξε για την κάμαρη του.Και ΄μεις όμως το διαλύσαμε σιγά-σιγά.Με την επαύριο αρχίσαμε την προετοιμασία του καραβιού για την φόρτωση.Καλό πλύσιμο σ΄όλα τα αμπάρια.Βγάλαμε στην κουβέρτα όλα τα εργαλεία,μάνικες,σκούπες,κανονάκια,τρίποδα,σκάλες.Νόμιζες ότι είμασταν κοπάδι απο μέλισσες η μυρμήγκια που κάναμε καλά τη δουλειά μας.Πολλές φορές καθώς δουλεύαμε ο καπτάν Βαγγέλης μας καμάρωνε απ΄την βαρδιόλα της γέφυρας και μάλιστα μια φορά του φυγε ένα δάκρυ.Να ΄ταν απ΄τον καπνό του τσιμπουκιού;ποιός ξέρει.Το τρίτο απόγευμα αφότου αρχίσαμε το πλύσιμο,είχαμε και επισκέψεις.Ήρθε ο κάπτεν με τον υποπλοίαρχο,να μας δούν απο κοντά.Γειά σας ρε θηρία είπε φανερά ικανοποιημένος απ΄τη δουλειά μας.'Ρε ΄σεις κάντε και κανά τσιγάρο,να πάρτε απο τα δικά μου.Καθώς στεκόμασταν έτσι, πρόβαλε στο φτερό ο ανθυποπλοίαρχος κουνώντας το χέρι του.Καπτα Βαγγέλη απάνω,φώναξε δυνατά.Νιώσαμε ένα δυνατό τσίμπημα στην καρδιά μας,σχεδόν ξέραμε τι ήταν αυτο το κάλεσμα.Ο καπετάνιος έφυγε απάνω σφαίρα.Σχολάσαμε και μεις .Στην τραπεζαρία μάθαμε αυτό που φοβόμασταν.Επικίνδυνο βαρομετρικό χαμηλό πολύ κοντά μας.Φάγαμε ανόρεχτα και κλειστήκαμε σχεδόν όλοι στις κάμαρες μας,για να μαστε έτοιμοι.Πλύθηκα βιαστηκά και έπεσα στην κουκέτα μου.Δεν σκεπτόμασταν τίποτα,απλως κοιμηθήκαμε πολύ γρήγορα.Το ξημέρωμα με ξύπνησε ο θόρυβος απ΄το τασάκι που ΄πεσε κάτω.Το έβαζα πάντα για σημάδι του μποτζιού,στην άκρη του γραφείου.Νίφτηκα στον λαβομάνο,και ανέβηκα στην τραπεζαρία για καφέ.Μπήκε στο καταπόδι και ο λοστρόμος.Φοβάσαι Βλάση είπε χαμογελώντας,και πιάστηκε απο το τραπέζι να μην πέσει.Αφου ρούφηξα λίγο καφε,είδα απ΄το φιλιστρίνι τι έκανε το βαπόρι να κουνάει τόσο.Αφρισμένα κύματα είχαν φυτρώσει απο παντού,και ο αγέρας τα χαράκωνε σφυρίζοντας.Μπήκε ο υποπλοίαρχος βιαστικός.Λοστρόμε διπλές βάρδιες και σκάντζα βάρδια.Οκει, απάντησε ο μπόσης.Πέρασαν κανα δυο ώρες,ο καιρός χειροτέρευε,ο αγέρας λυσσομανούσε,τα κύματα μεγάλωναν κι άλλο.Το βαπόρι άρχισε να κουνάει άσχημα,βουτούσε μέσα στα άγρια κύματα,προσπαθώντας να βρει δρόμο.Ανέβηκα το μεσημέρι να παραλάβω το τιμόνι,τι στιγμή αυτή ένα θεόρατο κύμα χτύπησε την πλώρη άτσαλα,μπατάραμε.Θα μας πνίξεις,φώναξε οργισμένα ο καπτα Βαγγέλης.Στην πορεια μας είμαστε,απάντησα ήρεμα.Καθόταν γαντζωμένος απ΄το χερούλι της βαργιόλας και έβλεπε μόνο μπροστά.Ψάρευε τα κύματα μην τυχόν και φέρουν το βαπόρι καπάκι,και το βουλιάξουν.Κάθε τόσο έδινε τρανταχτές διαταγές.Τιμόνι δέκα δεξιά.Μέση τιμόνι.Σταθερή πορεία.Ενα κοπάδι γεράκια δεν μπορούσαν να τον παραβγούν εκείνες τις ώρες,στην παρατηρητικοτητα,και το ζύγιασμα του καραβιού.Δύο θεόρατα κύματα χτύπησαν απανωτά,το Αλμας κλονίστηκε ζωηρά,η μηχανη έβγαλε ένα δυνατό ανατριχιαστικό ρόγχο.Σαν να σπάραζε ένα τεράστιο ζώο,που το σφάζανε.Σαν αερικό ο καπετάνιος,πάτησε το κουμπί των μεγαφώνων και ούρλιαξε.Να στε όλοι έτοιμοι,πρώτε στη γέφυρα.Ήρθε ο πρώτος αλαφιασμένος σε δευτερόλεπτα,κίτρινος σαν λεμόνι.Κόψε στροφές γρήγορα του είπε ο καπτα Βαγγέλης,πνιγόμαστε.Τα μαγικά χέρια τουτης της στιγμής άγγιξαν τα χειριστήρια της κονσόλας.Σα να γλύκανε θαρρείς το βάσανο του καραβιού.Μάστορα δεν εχω ματαδεί τέτοιο πράμα ποτέ μου,μονολογούσε ο καπτα Βαγγέλης,ο Α'Ι' Νικόλας και όλοι οι αγιοι,μακάρι,να μας σώσουν.Ήρεμα μίλησε,πολύ σιγανά.Παιδία έκανα ότι μπορούσα.Δεν έκλαψε κανένας,περιμέναμε.Σαν πέρασε λίγο,ένα φωτεινό αυλάκι,έσκισε τον ουρανό,απ'τα ζερβά μας.Χιλίαδες πύρινες γλώσσες,ξεφύτρωναν απο παντού.Είμασταν στη κόλαση.Δυνατές βροντές μας έσπαγαν τα τύμπανα.Γινόταν η συντέλεια του κόσμου,λουφάξαμε,ανήμποροι για το παραμικρό.Έπιασε επιτέλους η βροχή.Κατακλυσμός.Την σκαπουλάραμε ρε,είπε ο καπετάνιος μας γεμάτος χαρά,θα ξεθυμάνει ο πούστης.Τώρα μη φοβάστε χάρο.Πραγματικά είχε δίκιο,σαν σταμάτησε η βροχη,άρχισε να κοπάζει το το κακό.Πήγε στο ημερολόγιο.Έγραψε ώρα 17;06.Αποκατάστασις,και έφυγε κάτω.Όλοι όπως ήταν φυσικό,χαρήκαμε,που γλυτώσαμε,ξαναβρήκαμε τον εαυτό μας,με την επαύριο ήμασταν περδίκια.Βρήκαμε τον ρυθμό μας,ταξιδεύαμε.Ρίζωσε όμως μέσα μας η αμφιβολία,την επόμενη φορά που θα κινδυνεύαμε θα ήμασταν τόσο τυχεροί?Μετά απο μέρες ρουτίνας πλέον ,φθάσαμε στον κόλπο του Αγίου Λαυρεντίου του Καναδά.Πήραμε πιλοτό να περάσουμε τα στενά του Μόντρεαλ.Σε κανά δύο ώρες,ήρθε η ειδοποίηση στον πιλότο.Φούντο την άγκυρα,έπεσε η γέφυρα στο Μόντρεας,δεν περνάτε,μας το ανακοίνωσε ο πιλότος,φουντάραμε,τον κατευοδώσαμε,τι να κάναμε.Κάτσαμε έτσι μια εβδομάδα,απρατιγάριστοι (1),περιμένοντας διαταγές απ'το γραφείο του πειραιώς.Άραγε τι να σκεφτόμασταν,σ'αυτή την υπέροχη βδομάδα,το παρελθόν η το μέλλον?Ηρθε επιτέλους η διαταγή.Πλήρες φορτίο αμμωνίας απο το Νορφολκ Αμερικής για Βραζιλία.Βρίσαμε όλοι δυνατά.Φτου ρε θα πνιγόμασταν τζάμπα,αφού περάσαμε τη δύσκολη ρότα,χωρις ποτέ να φτάσουμε στην Ντουλούθ.


(1) Χωρίς διαταγές με τις αρχές της χώρας δηλαδή χωρίς επικοινωνία.




Αυτό το κείμενο είναι μια πραγματική ιστορία που την έζησε ενα αγαπημένο μου
άτομο,ταξιδεύοντας με ποντοπόρα πλοία σε ολα τα μήκη και πλάτη της γής, σε όλες τις θάλασσες.
Το αφιερώνο σε όλους τους ναυτικούς μας, με την ευχή να ειναι κοντά στις οικογένειες τους τις γιορτινές μέρες που έρχονται, και καλοτάξιδες οι ρότες τους.


Κοραλί Γιαβρίμη

2 σχόλια: